‘Eνα από τα πλέον συνηθισμένα προβλήματα των νέων ζευγαριών τα τελευταία χρόνια αποτελεί η υπογονιμότητα, η κατάσταση κατά την οποία αδυνατεί να επιτευχθεί σύλληψη και τεκνοποίηση μετά από ένα χρόνο τακτικών σεξουαλικών επαφών. Σε παγκόσμιο επίπεδο η υπογονιμότητα επηρεάζει το 8% των ζευγαριών, ενώ στην Ευρώπη υπολογίζεται στο 14%. Η αύξηση των περιστατικών υπογονιμότητας είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, κατέχοντας τον πρωταρχικό ρόλο η ηλικία του ζευγαριού.
Πιθανές αιτίες υπογονιμότητας στους άντρες αφορούν ενδοκρινικές διαταραχές, νοσήματα του ουρογεννητικού συστήματος, γεννητικές ανωμαλίες, καθώς και περιβαλλοντικούς παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής (κάπνισμα, στρες, έκθεση σε βαρέα μέταλλα, κατανάλωση αλκοόλ, παχυσαρκία) και τη διατροφή.
Πιθανές αιτίες υπογονιμότητας στις γυναίκες αφορούν ενδοκρινικές διαταραχές κυρίως, διαταραχές που σχετίζονται με προβλήματα της υπόφυσης, των ωοθηκών ή του τραχήλου της μήτρας. Συχνό αίτιο επίσης, αποτελεί η έκτοπη ανάπτυξη ενδοκρινικού ιστού (ενδομητρίωση). Τέλος, ο τρόπος ζωής και η διατροφή φαίνεται να συμβάλλουν στη γονιμότητα καθώς μειωμένη αναπαραγωγική ικανότητα παρουσιάζουν η γυναίκες με διατροφικές διαταραχές (νευρική ανορεξία, κλπ), πολύ χαμηλό ή πολύ αυξημένο σωματικό βάρος.
Ο ρόλος του σωματικού βάρους
Η λεπτίνη είναι μία ορμόνη που παράγεται στο λιπώδη ιστό και συνδέεται άμεσα με το αναπαραγωγικό σύστημα. Οι γυναίκες με χαμηλά επίπεδα θρέψης ή χαμηλό σωματικό βάρος συχνά παρουσιάζουν μειωμένα επίπεδα λεπτίνης, ενώ καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από υπερβολικά ενεργειακά αποθέματα, όπως η παχυσαρκία και διάφορες μεταβολικές διαταραχές, συχνά αυξάνουν τα επίπεδα λεπτίνης στον ορό ή στο ωοθυλακικό υγρό. Συμπερασματικά, η ανεπάρκεια ή η αντίσταση στη λεπτίνη μπορεί να ευθύνονται για διαταραχές της έμμηνου ρύσης και της αναπαραγωγής, ενώ τα ποσοστά αποβολών και επιπλοκών κατά την εγκυμοσύνη είναι επίσης αυξημένα. Επιπλέον, πρόσφατες μελέτες δείχνουν θετική συσχέτιση μεταξύ υπογονιμότητας και υψηλής τιμής γλυκοζιλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c), που συχνά συναντάται σε γυναίκες με αυξημένο βάρος σώματος. Θετική συσχέτιση υπάρχει επίσης, μεταξύ παχυσαρκίας και ανδρικής υπογονιμότητας. Έχει βρεθεί ότι αυξημένος δείκτης μάζας σώματος, όπως και τα αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης συνδέονται με χαμηλή ποιότητα σπέρματος και τεστοστερόνης και αυξημένη οιστραδιόλη. Συμπερασματικά, το φυσιολογικό σωματικό βάρος συμβάλει στην καλύτερη ποιότητα και κινητικότητα του σπέρματος σε άντρες και στην μείωση πιθανών επιπλοκών στην εγκυμοσύνη στις γυναίκες.
Διατροφή και ανδρική υπογονιμότητα
Το σπέρμα είναι πλούσιο σε βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία. Αλλαγές στη σύσταση του σπερματικού υγρού μπορεί να έχουν ως συνέπεια αλλαγές στην κινητικότητα και στη ζωτικότητα των σπερματοζωαρίων, άρα και στη γονιμότητα του άντρα.
Οι διατροφικές ελλείψεις αποτελούν πολύ σημαντικό παράγοντα της ανδρικής υπογονιμότητας. Έρευνες σε πειραματόζωα έχουν δείξει ότι η έλλειψη βιταμίνης Α προκαλεί εκφυλισμό των βλαστικών κυττάρων.
Άλλοι παράγοντες στον τρόπο ζωής μπορεί να ευθύνονται για την υπογονιμότητα όπως ή διατροφή πλούσια σε φυτοοιστρογόνα. Τα φυτοοιστρογόνα είναι φαινόλες που μιμούνται τα οιστρογόνα που παράγονται στο γυναικείο σώμα. Οι ισοφλαβόνες είναι από τα πιο καλά μελετημένα και ισχυρά φυτοοιστρογόνα και περιέχοντα κυρίως στη σόγια. Έχουν ενοχοποιηθεί για υπογονιμότητα τόσο σε ζώα όσο και σε άνδρες και η δράση τους θεωρείται περισσότερο επιβλαβής στις περιόδους που αναπτύσσεται το ανδρικό αναπαραγωγικό σύστημά. Ισοφλαβόνες περιέχονται σε προϊόντα σόγιας, στο αλεύρι σόγιας, στα συμπληρώματα φυτοοιστρογόνων, στο λιναρόσπορο, καθώς και σε fast food.
Επίσης, ένοχες για τη γονιμότητα των ανδρών θεωρούνται οι πολυχλωριωμένες διφαινόλες, όπως ο υδράργυρος. Βρίσκονται σε μεγάλα ψάρια που αλιεύονται σε ρυπαρά ύδατα, όπως είναι το φαγκρί, ο ξιφίας και ο τόνος.
Τέλος, η κατανάλωση καπνού και μαριχουάνας μειώνουν την πυκνότητα του σπέρματος, την κινητικότητα και τη μορφολογία του, ενώ το αλκοόλ μειώνει την έκκριση τεστοστερόνης.
Διατροφική ενίσχυση της ανδρικής υπογονιμότητας
Τα σπερματοζωάρια είναι πολύ ευαίσθητα απέναντι στα υπεροξείδια επειδή περιέχουν μεγάλη συγκέντρωση σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα και έχουν αυξημένη ικανότητα να παράγουν αντιδραστικά είδη οξυγόνου (ROS), κυρίως ανιόντα υπεροξειδίου και υπεροξείδιο του υδρογόνου.
Έτσι, αντιοξειδωτικές ουσίες, όπως η βιταμίνη Ε, η βιταμίνη C και τα καροτενοειδή, μπορούν να προστατεύσουν από το οξειδωτικό στρες και να διατηρήσουν την ακεραιότητα του DNA των σπερματικών κυττάρων.
Επιπλέον, το συμπλήρωμα σεληνίου και βιταμίνης Ε φαίνεται να βελτιώνει την κινητικότητα και την μορφολογία του σπέρματος ενώ σημαντική φαίνεται να είναι η λήψη βιταμινών C και D μέσω της τροφής. Καλές πηγές βιταμίνης C είναι τα εσπεριδοειδή φρούτα και τα ωμά λαχανικά. Η βιταμίνη Ε απαντάται σε φυτικά λίπη και έλαια, στα λιπαρά ψάρια, στους σπόρους και στους ξηρούς καρπούς.
Μελέτες έχουν δείξει την σημαντικότητα του ψευδαργύρου στην σπερματογένεση και την κινητικότητα του σπέρματος καθώς είναι απαραίτητος για την σύνθεση του DNA και RNA, στην πρωτεϊνοσύνθεση, στο διαχωρισμό των κυττάρων και την σταθερότητα των μεμβρανών. Επίσης, είναι απαραίτητος για την διαδικασία μετατροπής της τεστοστερόνης στην ενεργό μορφή της, 5α-δυιδροτεστοστερόνη (DHT). Τέλος, τα συμπληρώματα ψευδαργύρου μπορούν να αυξήσουν τον αριθμό των σπερματοζωαρίων, να βελτιώσουν την κινητικότητα του σπέρματος και την μορφολογία τους σε άνδρες που υποφέρουν από ασθενοζωοσπερμία και ολιγοζωοσπερμία.
Σημαντικά αντιοξειδωτικά που ενισχύουν την άμυνα του οργανισμού και λαμβάνονται από τη διατροφή είναι επίσης το λυκοπένιο και ο ψευδάργυρος. Το λυκοπένιο βρίσκεται σε υψηλή συγκέντρωση στο σπέρμα. Όσο πιο αυξημένη είναι η πρόσληψη λυκοπενίου από τη διατροφή, τόσο αυξάνονται τα ποσοστά του λυκοπενίου στο σπέρμα. Πηγές πλούσιες σε λυκοπένιο είναι οι σάλτσες ντομάτας. Ο ψευδάργυρος, όπως και το φυλλικό οξύ παίζουν ρόλο στη σύνθεση του DNA και του RNA. Ανεπάρκεια ψευδαργύρου έχει ως κλινικό σύμπτωμα τη μειωμένη σπερματογένεση και τη μειωμένη γονιμότητα. Ο ψευδάργυρος βρίσκεται στο ψαχνό κρέας, ενώ το φυλλικό οξύ σε σκουροπράσινα φυλλώδη λαχανικά και σε εμπλουτισμένα δημητριακά.
Διατροφή και γυναικεία υπογονιμότητα
Όπως είναι πλέον αποδεδειγμένο, η λήψη υδατανθράκων υψηλού γλυκαιμικού δείκτη και η κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών οξέων οδηγούν σε παχυσαρκία και σε ινσουλινοευαισθησία που σε συνδυασμό με την έλλειψη φυσικής δραστηριότητας έχουν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες πιθανότητες υπογονιμότητας στις γυναίκες. Μία διατροφή χαμηλή σε υδατάνθρακες (40-50% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης) προερχόμενη από υδατάνθρακες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη, όπως ολικής αλέσεως δημητριακά, φρούτα και λαχανικά, καθώς και η λήψη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων (PUFAs), όπως λιπαρά ψάρια, ελαιόλαδο, ξηροί καρποί, μπορούν να βελτιώσουν την κατάσταση και να μειώσουν ακόμα την πιθανότητα υπογονιμότητας.
Πρόσφατη μελέτη των Audrey Gaskins και Jorge E. Chavarro από το τμήμα Διατροφής της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Harvard αναφέρει πως η πρόσληψη τρανς λιπαρών οξέων (έτοιμα σνάκ, όπως μπισκότα, γλυκίσματα, κλπ) έχει συσχετιστεί με μειωμένη γονιμότητα. Παρόλο που τα στοιχεία ακόμη δεν είναι επαρκή, συνεχώς αυξάνουν οι ενδείξεις ότι η υψηλή πρόσληψη επεξεργασμένων κρεάτων (αλλαντικά, λουκάνικα, κλπ), μπορεί να μειώσει τη γυναικεία γονιμότητα.
Διατροφική ενίσχυση της γυναικείας υπογονιμότητας
Η λήψη αντιοξειδωτικών όπως βιταμίνη Ε, βιταμίνη C, β-καροτένιο, σελήνιο, ψευδάργυρο, κρυπτοξανθάνη και λυκοπένιο, και βιταμινών όπως D και φυλλικό οξύ, συσχετίζονται αρνητικά με την υπογονιμότητα.
Τα καρύδια είναι εξαιρετικές πηγές ωμέγα-3 λιπαρών και βιταμίνης Ε, δύο πολύ σημαντικών ουσιών για την υγεία του ενδομητρίου.
Η κολοκύθα είναι ένα λαχανικό πλούσιο σε βήτα-καροτένιο, που βοηθάει την ενίσχυση της ορμόνης προγεστερόνης, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό Fertility and Sterilityin το Νοέμβριο του 2013.
Η πρόσληψη φυλλικού οξέος, ιδιαίτερα σε δόσεις υψηλότερες από εκείνες που συνιστώνται για τη μείωση του κινδύνου να γεννηθούν μωρά με ανωμαλίες του νευρικού συστήματος, σχετίζεται με την μειωμένη συχνότητα υπογονιμότητας, καθώς και χαμηλότερο κίνδυνο διακοπής της κύησης. Πλούσιες πηγές φυλλικού οξέος είναι οι φακές, τα σπαράγγια, τα μαυρομάτικα φασόλια, το σπανάκι, ο αρακάς, το μπρόκολο, το αβοκάντο, τα φιστίκια και οι ηλιόσποροι.
Επιπλέον, η λήψη σεληνίου, μαγνησίου, ιωδίου και ω-3 λιπαρών οξέων αποτελούν εξαιρετικά θρεπτικά συστατικά για την επιτυχή γονιμοποίηση στα ζευγάρια. Πιο συγκεκριμένα, η λήψη ιωδίου στις γυναίκες βελτιώνει το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και ρυθμίζει την λειτουργία του θυρεοειδή αδένα ενώ η λήψη μαγνησίου μειώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη.
Τα ω-3 λιπαρά οξέα, πηγές των οποίων είναι τα λιπαρά ψάρια, φαίνεται να βελτιώνουν τη γυναίκεια γονιμότητα. Ωστόσο, δεν είναι ξεκάθαρο, σε ποιο βαθμό η μόλυνση των θαλασσών και των ψαριών με υδράργυρο, διοξίνες και άλλες επικίνδυνες τοξικές ουσίες, τελικά αντικρούει τα οφέλη τους.
Τα παντζάρια είναι μια φανταστική πηγή του αντιοξειδωτικού ρεσβερατρόλη, η οποία βοηθάει την καταπολέμηση της υπογονιμότητας.
Το κάρδαμο είναι ένα σταυρανθές λαχανικό, πλούσιο σε βιταμίνη C, βιταμίνη Κ, ασβέστιο, β-καροτένιο, σίδηρο και ιώδιο – που συχνά λείπει από τη σύγχρονη διατροφή των δυτικών χωρών. Τα αντιοξειδωτικά του καρδάμου μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη ή επιβράδυνση της οξειδωτικό στρες που προκαλείται από τις ελεύθερες ρίζες.
Το μάκα είναι φυτό που περιέχει υψηλές ποσότητες σε πρωτεΐνες, φυτικές ίνες και χολίνη. Θεωρείται αφροδισιακό και χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια για θεραπευτικούς λόγους, για την ενίσχυση της γονιμότητας και της σεξουαλικής επιθυμίας.
Μάκα και διατροφική αξία
Η διατροφική αξία της αποξηραμένης ρίζας Maca είναι υψηλή, παρόμοια με αυτή του σιταριού και του ρυζιού. Περιέχει 60% υδατάνθρακες, 10% πρωτεΐνη, 8,5% ίνες και 2,2% λιπίδια. Περιέχει αμινοξέα όπως λευκίνη, αργινίνη, γλουταμικό οξύ, ασπαρτικό οξύ, τυροσίνη και ιστιδίνη, βιταμίνες B1,B2 και μέταλλα όπως σίδηρο, ψευδάργυρο και μαγγάνιο. Επιπλέον, το μαύρο και κόκκινο μάκα έχουν ψηλά επίπεδα χολίνης. Τα ευεργετικά αποτελέσματα, που έχουν αναφερθεί ότι έχει η Maca για τη σεξουαλική λειτουργία, μπορεί να οφείλονται στην υψηλή συγκέντρωση πρωτεϊνών και ζωτικών θρεπτικών στοιχείων. Αρκετές έρευνες επιβεβαιώνουν ότι το μάκα μπορεί να είναι αποτελεσματικό στη βελτίωση της υγείας και ιδίως της αναπαραγωγικής λειτουργίας.
Μέγα Δήμητρα
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Katib A., Mechanisms linking obesity to male infertility, 2015, Cent European J Urol. 68: 79-85
Salas-Huetos A., Bulló M., Salas-Salvadó J., Dietary patterns, foods and nutrients in male fertility parameters and fecundability: a systematic review of observational studies, 2017, Human Reproduction Update, Vol.23, No.4 pp. 371–389
Özcan Dağ Z., Dilba B., Impact of obesity on infertility in women, J Turk Ger Gynecol Assoc 2015; 16: 111-7
Sikka S., Rajasekaran M., Hellstrom W., Role of oxidative stress and antioxidants in male infertility, Journal of Andrology, Vol. 16, No. 6, November/December 1995
Diet and Fertility: a review, American Journal of Obstetrics and Gynecology, April 2018.
Benagiano G., Bastianelli C., Farris M., Infertility: a global perspective, Minerva Ginecol. 2006, Dec;58(6):445-57.
Stewart Irvine, Epidemiology and aetiology of male infertility, 1998, Human Reproduction, Volume 13 Supplement 1.
Chavarro JE., Rich-Edwards JW., Rosner BA., Willett WC., A prospective study of dietary carbohydrate quantity and quality in relation to risk of ovulatory infertility, 2009, European Journal of Clinical Nutrition, 63, 78–86
Σαρίδη Μ., Γεωργιάδη Ε., Αίτια υπογονιμότητας, Το Βήμα του Ασκληπιού, Τόμος 9ος, Τεύχος 4ο, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2010.
Boivin J., Bunting L., Collins J., Nygren K., International estimates of infertility prevalence and treatment-seeking: potential need and demand for infertility medical care, 2007, Human Reproduction Vol.22, No.6 pp. 1506–1512.
Attaman J., Toth T., Furtado J., Campos H., Hauser R., Chavarro J., Dietary fat and semen quality among men attending a fertility clinic, 2012, Human Reproduction, Vol.27, No.5 pp. 1466–1474.
Chavarro J., Rich-Edwards J., Rosner B.,Willett W., Diet and Lifestyle in the Prevention of Ovulatory Disorder Infertility, 2007, OBSTETRICS & GYNECOLOGY, 110, NO. 5.
G.Crosignani, Nutrition and reproduction in women, 2006, Human Reproduction Update, Vol.12, No.3 pp. 193–207.
Wong W., Merkus H., Thomas C., Menkveld R., Zielhuis G., Steegers-Theunissen R., Effects of folic acid and zinc sulfate on male factor subfertility: a double-blind, randomized, placebo-controlled trial 2002, FERTILITY AND STERILITY, VOL. 77, NO. 3.